- μανταλώνω
- μετ.1) запирать на засов, на задвижку, на щеколду, на защёлку; 2) перен. запирать кого-л. дома, держать под строгим надзором, под замком
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μανταλώνω — μανταλώνω, μαντάλωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μανταλώνω — (Α μανδαλῶ, όω, Μ μανταλώνω) [μάνταλο] κλείνω από μέσα την πόρτα ή το παράθυρο με μάνταλο, αμπαρώνω νεοελλ. περιορίζω, φυλακίζω κάποιον στο σπίτι … Dictionary of Greek
μανταλώνω — μαντάλωσα, μανταλώθηκα, μανταλωμένος, ασφαλίζω την πόρτα ή το παράθυρο με μάνταλο: Φοβόταν τους κλέφτες και έμενε στο σπίτι συνέχεια μανταλωμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναζυγώ — ἀναζυγῶ ( όω) (ΑΜ) βγάζω τον σύρτη, ξεμανταλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα στερ. + ζυγῶ «μανταλώνω, κλείνω»] … Dictionary of Greek
επιζυγώ — ἐπιζυγῶ, όω (AM) κλείνω με ζυγό, μανταλώνω μσν. μέσ. ἐπιζυγοῦμαι ασχολούμαι αρχ. κλείνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ζυγόω, ώ (< ζυγός)) … Dictionary of Greek
ζυγωθρίζω — (Α) [ζύγωθρο] 1. ζυγίζω, κρίνω, εξετάζω 2. κλείνω, μανταλώνω … Dictionary of Greek
κλειδαμπαρώνω — ασφαλίζω πολύ καλά τις πόρτες με κλειδί και με αμπάρα, μανταλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλειδώνω + αμπαρώνω] … Dictionary of Greek
κλειδομανταλώνω — 1. κλειδώνω καλά με μάνταλο 2. κλείνω κάτι με ασφάλεια 3. μέσ. κλειδομανταλώνομαι κλείνω ασφαλώς και με πολλές προφυλάξεις τις εισόδους τού σπιτιού ή τού δωματίου μου, ιδίως από φόβο και για αποφυγή εισόδου κακοποιών («γριά μην καμαρώνεσαι, μην… … Dictionary of Greek
μανδαλώ — μανδαλῶ, όω (Α) βλ. μανταλώνω … Dictionary of Greek
μαντάλωμα — το [μανταλώνω] το κλείσιμο πόρτας ή παραθύρου με μάνταλο, με αμπάρα, με σύρτη, αμπάρωμα … Dictionary of Greek
μανταλωμός — ο [μανταλώνω] το μαντάλωμα, αμπάρωμα … Dictionary of Greek